- κακέκτυπος
- -η, -ο1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπατα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη θέση τής εικόνας κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + εκτυπώνω, κατά τα επίθ. σε -τυπος (πρβλ. αρχέ-τυπος, διπλό-τυπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.